- κορύμβη
- κορύμβη, ἡ (Α)κόρυμβος, κότσος τής γυναικείας κόμης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -η].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόρυμβαι — κορύμβη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek
cloambă — CLOÁMBĂ, cloambe, s.f. (reg.) Creangă, ramură. – et. nec. Trimis de hai, 02.06.2004. Sursa: DEX 98 CLOÁMBĂ s. v. cracă, creangă, ramură. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime cloámbă s. f., g. d. art. cloá … Dicționar Român
κορύμβαι — κορύμβᾱͅ , κορύμβη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβ' — κόρυμβα , κόρυμβος uppermost point neut nom/voc/acc pl κόρυμβε , κόρυμβος uppermost point masc voc sg κόρυμβαι , κορύμβη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)